φιλοσοφήσει

φιλοσοφήσει
φιλοσοφέω
love knowledge
aor subj act 3rd sg (epic)
φιλοσοφέω
love knowledge
fut ind mid 2nd sg
φιλοσοφέω
love knowledge
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προφιλοσοφητέον — Α (ρηματ. επίθ. τού αμάρτυρου προφιλοσοφοῡμαι, έομαι) πρέπει να φιλοσοφήσει, να μελετήσει κανείς προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + φιλοσοφῶ + κατάλ. ρημ. επιθ. τέος] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”